- παρακάμπτω
- παρέκαμψα, παρακάμφθηκα1. αποφεύγω εμπόδια, δυσκολίες.2. (για πλοία), καβατζάρω, παραπλέω ακρωτήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακάμπτω — παρακάμπτω, παρέκαμψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακάμπτω — ΝΑ 1. προσπερνώ ένα σημείο βαδίζοντας πλάι ή γύρω από αυτό 2. μτφ. αποφεύγω δύσκολη κατάσταση, υπερνικώ εμπόδιο, διαφεύγω ενεργώντας έξυπνα και επιδέξια νεοελλ. ναυτ. (για πλοία) περνώ δίπλα από ακρωτήριο και πλέω γύρω απ αυτό, παραπλέω ακρωτήριο … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
παράκαμψη — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακάμπτω, προσπέραση ενός σημείου που βρίσκεται στον δρόμο με κυκλική κίνηση δίπλα από αυτό 2. μτφ. αποφυγή δύσκολης ή επικίνδυνης κατάστασης, διαφυγή με επιδέξιες και έξυπνες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περιγνάμπτω — ΜΑ κάμπτω, κλίνω, λυγίζω αρχ. 1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και τό προσπερνώ 2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω 3. κυρτώνομαι, λυγίζω 4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τόν κάνω να καμφθεί, να… … Dictionary of Greek
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek
γνάμπτω — και γνάπτω και κνάμπτω (Α) 1. κάμπτω 2. αλλάζω τη γνώμη κάποιου 3. παρακάμπτω (έναν τόπο) … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
καβατζάρω — ναυτ. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο, κάβο 2. σύρω σχοινί από τη μια πλευρά τού πλοίου στην άλλη 3. μτφ. αποφεύγω, ξεπερνώ κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
παρακαμπτήριος — α, ο 1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη 2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιών β)… … Dictionary of Greek